face book

face  book
face book

15.9.14

article by STATHIS

[...]Αν επρόκειτο για απλή ερμηνεία της Ιστορίας, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα· καθώς όμως πρόκειται για χιούμορ και σάτιρα, είναι απαραίτητο ο αναγνώστης να γνωρίζει τα ήθη και το πνεύμα της εποχής, τα μεγάλα γεγονότα που τη σημάδεψαν και τα πρόσωπα που κυριάρχησαν σ αυτήν. Τα κείμενα και οι πλατιές λεζάντες εκπληρώνουν ως ένα σημείο αυτή την αποστολή.[...]





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η ελληνική γελοιογραφία, η διαδρομή της και οι δημιουργοί της κατέχουν αναξίως μία θλιβερή θέση στα ελληνικά γράμματα η οποία συμποσούται σε σπαράγματα. Σπαράγματα αναφορών, εκθέσεων, ενδιαφέροντος και δημοσιευμάτων. Είδος εξουσιοκλαστικό η γελοιογραφία φυσικόν να μην υπήρξε συμπαθής στους Ακαδημαϊκούς μας κύκλους (πλην κάποιου ενδιαφέροντος που επιδεικνύεται επ εσχάτοις). Εις ό,τι αφορά στα Πανεπιστήμιά μας, και στα προγράμματα σπουδών και στις ερευνητικές τους επιλογές η γελοιογραφία υπήρξε terra incognita και terra αδιάφορη. Πλην ορισμένων εξαιρέσεων φωτισμένων φοιτητών και κάποιων (σπαραγματικών και πρόχειρων) εκθέσεων (πάλιν επ εσχάτοις), η Πανεπιστημιακή κοινότης έχει αντιμετωπίσει την ελληνική γελοιογραφία σαν να ήταν ...στόχος της. Καμμία (πανεπιστημιακή) έρευνα, καμμία ανακοίνωση, μόνον σποραδικές και σκόρπιες αναφορές, πάντα με κάποιαν «συγγενή» αφορμή και βεβαίως, σε ρηχό βάθος και πεπερασμένο χρόνο.

Μέγα αγλάισμα της σοβαροφανούς αυτής στάσης απέναντι στην ελληνική γελοιογραφία η στάση των ελλήνων κριτικών. Αν εξαιρέσει κανείς σπουδαίους κριτικούς όπως ο Κώστας Σταματίου ή ο Βασίλης Ραφαηλίδης, οι υπόλοιποι έχουν αντιμετωπίσει (οι περισσότεροι) τη γελοιογραφία στο επίπεδο της «παρουσίασης» άλμπουμς γνωστών γελοιογράφων, μια, τρόπον τινά, φιλική αγγαρεία, ιδίως αν ο πονηματίας (τω όντι) γελοιογράφος τυγχάνει φίλος και γνωστός, οπότε, τι να κάνει ο κριτικός; -λέει τα «καλύτερα»! Βεβαίως και εδώ υπάρχουν τιμητικές εξαιρέσεις, αλλά ο κανών είναι ο γνωστός ρωμαϊκός κανών: δημόσιες σχέσεις, παρουσιάσεις, βγάλαμε την «υποχρέωση» και πάμε παρακάτω.

Συνεπώς -το τελευταίο εξ όσων αναφέραμε ότι σχετίζονται με τη γελοιογραφία, η βιβλιογραφία δηλαδή, είναι απλώς ανύπαρκτη. Πλην ενός βιβλίου, πάλι του Δημήτρη Σαπρανίδη, «Η ιστορία της Πολιτικής Γελοιογραφίας στην Ελλάδα», τόμος 1ος (ο 2ος δεν εκδόθηκε ποτέ), έκδοση του 1975, όλες οι άλλες εκδοτικές αναφορές στην ελληνική γελοιογραφία και την ιστορία της δεν υπερβαίνουν το επίπεδο της αρπαχτής.

Τι να κάνουμε; αυτή είναι η Ελλάδα, δεν είναι Γαλλία ας πούμε, όπου η βιβλιογραφία περί τη γαλλική γελοιογραφία αλλά και τη γελοιογραφία ευρύτερα είναι μεγαλύτερη απ όσα έχουν γραφεί στον τόπο μας για την κ. Βανδή περίπου κατά 1 εκατομμύριο φορές!

Αλλα ας έρθουμε στο σπουδαίο αυτό έργο του κ. Δημήτρη Σαπρανίδη, την «Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας». Εν πρώτοις ήταν μια έκπληξη. Εκεί που όλοι (όσοι) περιμέναμε επί 20 και 30 έτη την έκδοση του β τόμου της Ιστορίας της Πολιτικής Γελοιογραφίας στην Ελλάδα, ο κ. Δημήτρης Σαπρανίδης επανήλθε με ένα ογκώδες και εξαιρετικά δομημένο έργο που περιέχει και το πρώτο του, ως μέρος του, πλην όμως εμπλουτισμένο, στην τέλεια κι οριστική του μορφή.

Ο Δ.Σ. έχει δώσει στο όλον έργο μορφή αφήγησης χρονολογική και θεματολογική. Παραλλήλως με την αφήγηση παραθέτει εικαστικό υλικό το οποίον εξηγεί με λεζάντες και υποστηρίζει με έρευνα, η βιβλιογραφία της οποίας είναι θαυμαστή. Κι όχι μόνον θαυμαστή, αλλά πληροφορεί και τον αναγνώστη πού να ανατρέξει για θέματα που αίφνης διαπιστώνει να τον ενδιαφέρουν ή που ο ίδιος ο συγγραφέας με τους συσχετισμούς που κάνει υποδεικνύει το ενδιαφέρον τους.

Στο βιβλίο εξετάζεται η διαδρομή της γελοιογραφίας απ την εποχή που ο συγγραφέας θεωρεί την πρώτη αρχή της, διέρχεται την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, την οσμανλική περίοδο κι ανθίζει με τη γέννηση του νέου ελληνικού κράτους, φθάνοντας ώς τη μεταπολεμική περίοδο της γελοιογραφίας και τη δεκαετία του 50. Την υπόλοιπη περίοδο, ώς σήμερα, διέρχεται επί τροχάδην κι εν συνόψει με ελάχιστες αναφορές, ίσως, όπως άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας ελπίζει, να ακολουθήσει ένα επίμετρον που να ολοκληρώνει, κατά το δυνατόν, το έργο.

Το πρώτον που παρατηρεί κανείς είναι ο τεράστιος όγκος του υλικού που παραθέτει ο Δ.Σ., προϊόν οργιώδους έρευνας. Το αξιοθαύμαστον είναι η πειθάρχηση αυτού του υλικού σε μια αφήγηση που περιγράφει, εκτός απ την εξέλιξη της γελοιογραφίας, τις εξελίξεις στον Τύπο, τα έντυπα (τίτλους και είδη, βραχύβια και μακρόβια) όπου αυτή αποτυπώθηκε, ακόμα και τις εξελίξεις στην τεχνολογία, που καθόρισαν κι αυτές κατά το μέρος τους την πορεία της γελοιογραφίας ώς τη μορφή που μας είναι σήμερα γνωστή:

Αλλωστε ο συγγραφέας εκτός απ τη χρονολογική παρουσίαση του αντικειμένου του δεν παραλείπει να αναλύσει (αλλά και θεματολογικώς κατά τα κεφάλαια του ίδιου του βιβλίου να έχει ταξινομήσει) τη δομική εξέλιξη της γελοιογραφίας, «από τη φιλολογία του εικονογραφημένου αστείου», επί παραδείγματι, ώς τη «γελοιογραφία της ψυχαγωγίας και της χαλάρωσης» ή την «αναγέννηση της μεταπολεμικής γελοιογραφίας» και πάει λέγοντας.

Στο καλαίσθητο κατά την εκτύπωση αυτό βιβλίο-απόκτημα ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει μεγάλους καλλιτέχνες του είδους, λόγιους και λαϊκούς γελοιογράφους, αρχαίους και νεώτερους, καθώς και να υποψιασθεί για τις διαστάσεις και τους μηχανισμούς της σάτιρας, τους τρόπους και τα στρατηγήματά της αναλόγως των εποχών, των ιστορικών συγκυριών, της κυριαρχίας αλλά και της σύγκρουσης των ιδεολογιών.

Οι γελοιογραφίες παρατιθέμενες σε μια χρονολογική σειρά αποτελούν ένα ιδιότυπο συναξάρι, ένα χρονικό όχι μόνον της ιστορίας, πολιτικής και κοινωνικής, όχι μόνον ένα κλειδί ερμηνείας του αποτελέσματος ή του απόηχου των ιδεολογιών, αλλά προσέτι ένα πολυδιάστατο θέατρο του ηχοχρώματος της εκάστοτε καθημερινότητας. Ενας ζωντανός θίασος χαρακτήρων, καταστάσεων και δράσης που πολλές φορές «εμψυχώνει» πράγματι την Ιστορία και την ξαναζωντανεύει.

Ετσι το βιβλίο του Δ.Σ. γίνεται κατά έναν τρόπο και μια ιστορία της ιστορίας από μιαν άλλη οπτική γωνία, ενίοτε λοξή κι ενίοτε απολύτως λογική -ακριβώς όσο λογική μπορεί να ναι μια κρυμμένη αλήθεια που αποκαλύπτει η γελοιογραφία κι όσον παράλογο μπορεί να ναι ένα κατά συνθήκην ψεύδος που προσπαθεί να συγκαλύψει αυτήν την αλήθεια με τη σοβαροφάνειά του ή το δέος που (πρέπει να) αποπνέει η εξουσία.

Θα έπρεπε να γράψω σελίδες επί σελίδων για να περιγράψω το περιεχόμενο του βιβλίου (ονόματα γελοιογράφων, έργα 100 ετών που φαίνονται σαν να έρχονται απ το μέλλον, συναισθήματα που προκαλούν έργα για την Ελλάδα και την οδύσσειά της απ τους Βαυαρούς στους Γερμανούς, τους Αγγλοαμερικανούς, για το έπος της γελοιογραφίας στα λαϊκά και σατιρικά περιοδικά, για προσωπικότητες όπως ο Αννινος, ο Αθανασιάδης, ο Πολενάκης, ο Κουμετάκης, ο Ν. Καστανάκης, ο Αλή Ντίνο Μπέης, ο Γάλλιας, ο Π. Παυλίδης, ο Φ. Δημητριάδης, ο Μποστ, ο Αρχέλαος -για να σταθώ μόνο σε λίγους). Στην Ελλάδα η γελοιογραφία έχει μια εκπληκτική παράδοση που τη φέρνει στην πρωτοπορία του είδους παγκοσμίως και είναι ανάλογη ενός λαού αρχαίου και διαρκώς πολιτικοποιημένου. Βεβαίως και δεν έχει στα ελληνικά γράμματα τη θέση που της αξίζει, ίσως διότι τα ελληνικά γράμματα έχουν, ιδίως τα τελευταία χρόνια, τους θεράποντες που δεν τους αξίζουν.

Ποτέ δεν είναι αργά! Η μνημειακή προσπάθεια του Δημήτρη Σαπρανίδη ας είναι μια καλή αρχή!

Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό για φοιτητές, καθηγητές και Πανεπιστήμια. Τώρα μάλιστα που η Βουλή των Ελλήνων ετοιμάζει στο πρώην Καπνεργοστάσιο της Λένορμαν (μέσω της Βιβλιοθήκης της Βουλής) ένα μοντέρνο αρχείο για τον Τύπο και την ιστορία του, ίσως το έργο της καταγραφής μιας πλήρους ιστορίας της ελληνικής γελοιογραφίας, ιδίως απ τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, γίνει εφικτό.

Τέλος, ζητώ τη συμπάθειά σας που η ταπεινότης μου, ένας γελοιογράφος, επιχείρησε σ αυτές εδώ τις αράδες μια προσέγγιση που γνωρίζουν να κάνουν πολύ καλύτερα φιλόλογοι και κριτικοί, αλλά συν Αθηνά και χείρα κίνει. Ελπίζω αρμοδιότεροι εμού να ασχοληθούν να σας γνωρίσουν όσα ελόγου μου μόνον εξ εμπειρίας και σχετικώς σχετικής ενασχόλησης γνωρίζω κι απ το βιβλίο αυτό έμαθα.

25.7.14

ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΠΡΑΝΙΔΗ Ιστορία της ελληνικής γελοιογραφίας
Δημήτρης Πετσετίδης
Το 2001, όταν είχε κυκλοφορήσει ο 1ος τόμος της Ιστορίας της Ελληνικής Γελοιογραφίας του Δημήτρη Σαπρανίδη, είχα γράψει ένα άρθρο στην «Εποχή» με το οποίο επέκρινα τον συγγραφέα για τις επιλογές και τις παραλείψεις του, τονίζοντας ότι άλλο είναι να δημοσιεύεις ένα ανθολόγιο γελοιογραφιών και τελείως άλλο πράγμα να γράφεις Ιστορία. Δεν παραλείπω να ομολογήσω ότι η πρωτεύουσα αφορμή για την δημοσίευση του ανωτέρω άρθρου ήταν η επί ματαίω αναζήτηση και του δικού μου ονόματος σε εκείνον τον 1ο τόμο. Εν συνεχεία όμως, είχα επισημάνει αρκετές άλλες παραλείψεις και χρονολογικές ανακολουθίες.
Θα περίμενε κανείς ότι η αντίδραση του συγγραφέα θα ακολουθούσε την πεπατημένη κατά τα σύγχρονα ελληνικά, καλύτερα θα έλεγα αθηναϊκά, ήθη και θα ανταπαντούσε με τη σιωπή του και ενδεχομένως με την δια πλαγίων οδών υπονόμευση και υποβάθμιση της δικής μου συμμετοχής στα γελοιογραφικά δρώμενα.
Όμως ο Δ. Σαπρανίδης απεδείχθει ανώτερος τοιούτων μικρόψυχων παθών και αφού μου τηλεφώνησε, πράγμα που σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει από τους παροικούντας την Ιερουσαλήμ, μου εζήτησε πληροφορίες για τους γελοιογράφους εκείνους, οι οποίοι ανέφερα ότι είχαν παραλειφθεί. Και όπως φαίνεται από τον 2ο τόμο της Ιστορίας του για την ελληνική γελοιογραφία, που κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις «Ποταμός», έχει αφιερώσει εκτεταμένες αναφορές και παρουσιάσεις της δουλειάς τους.
Στον 2ο αυτόν τόμο ο Σαπρανίδης με γλαφυρή και οξεία στις παρατηρήσεις της γλώσσα, ακολουθεί εν παραλλήλω την πολιτική ιστορία της χώρας μαζί με την πολιτική γελοιογραφία από την μεταπολίτευση και μετά. Το βιβλίο έχει 477 σελίδες μεγάλου σχήματος και περιλαμβάνει και αλφαβητικό ευρετήριο. Είναι χωρισμένο σε 12 κεφάλαια με έναν πρόλογο και έναν επίλογο του συγγραφέα.
Με ανθηρό ύφος στα ιστορικά του σχόλια, αρχίζει με γελοιογραφίες που δημοσιεύθηκαν ανωνύμως την εποχή της Χούντας και συνεχίζει από το 1974 μέχρι το 2004. Στο παράπλευρο κείμενο, χωρίς να αποκρύπτει τις δημοκρατικές του προτιμήσεις, ο συγγραφέας εξιστορεί τα διάφορα στάδια από τα οποία διήλθε η γελοιογραφία εν Ελλάδι μετά την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μέχρι την άνοδο στην εξουσία του νέου Καραμανλή.
Όπως δεν μπορεί να υπάρξει «αντικειμενική» γελοιογραφία, έτσι δεν είναι δυνατόν να γραφεί αντιστοίχως «αντικειμενικά» και η ιστορία της. Αλίμονο αν μπορούσε να γραφεί ιστορία της γελοιογραφίας, η οποία γελοιογραφία αντιμάχεται κάθε είδος αυταρχισμού και καταπίεσης, κάθε μορφή επηρμένης εξουσίας, κάθε εκδήλωση μικροαστικού επαρχιωτισμού και πολιτικής αναλγησίας, και να μην γέρνει η ζυγαριά προς το μέρος του καταπιεσμένου και αδικούμενου πολίτη αυτού του πλανήτη. Έτσι, δεν είναι καθόλου αδόκιμη και η επιλογή στο κεφάλαιο 8ο του άρθρου: «Η νέα τάξη των γελοιογραφικών πραγμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες», που καταλαμβάνει επτά σελίδες με γελοιογραφίες και βιογραφικά σημειώματα αμερικάνων γελοιογράφων.
Μήπως εξάλλου, έπαψε ποτέ να ισχύει για τη χώρα μας η ρήση του αρχιπραξικοπηματία Παπαδόπουλου, που την ήθελε ως την 51η πολιτεία της σημερινής κοσμοκράτειρας;

Γυναίκες

Πολλές σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στις Ελληνίδες γελοιογράφους, οι οποίες έλειπαν παντελώς από τον 1ο τόμο. Υπάρχουν γελοιογραφίες της Ιωάννας Καρυστιάνη, η οποία ακολουθεί με επιτυχία τους γελοιογραφικούς δρόμους που χάραξε ο Soul Steinberg, της Κατερίνας Σχοινά, η οποία, όπως γράφει ο Δ. Σαπρανίδης, υπήρξε η πρώτη επαγγελματίας Ελληνίδα γελοιογράφος, και η οποία έκανε γελοιογραφίες με βασικό στοιχείο τους το υψηλής ποιότητας χιούμορ. Ακόμη γελοιογραφίες της Μαρίας Τζαμπούρα και άλλων.
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο σατυρικό τύπο με εκτενή αναφορά στο «Ποντίκι» του Κ. Παπαϊωάννου, από το οποίο ξεκίνησαν τη γελοιογραφική τους καριέρα ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος, ο Π. Μαραγκός, ο Χ. Τολιάδης.
Εκείνο το πράγμα για το οποίο αξίζει να επισημανθεί η συμβολή του Σαπρανίδη στην Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας είναι η έλλειψη της σχετικής βιβλιογραφίας, αν εξαιρέσει κανείς δυο μικρά αφιερώματα της εφημερίδας «Η Καθημερινή»: Το πρώτο με τίτλο «Οι Έλληνες Γελοιογράφοι», Αθήνα 1995 και το δεύτερο με τίτλο: «Ελληνική Γελοιογραφία – δύο αιώνες σάτιρας», Αθήνα 2001. Και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και κόπος πολύς όταν κανείς αρχίζει πρώτος να ερευνά και να αντιμετωπίζει τον τεράστιο όγκο δημοσιευμένων γελοιογραφιών σε εφημερίδες και περιοδικά σε μια χρονική περίοδο εκατό και πλέον χρόνων.
Η επιλογή των γελοιογραφιών, πολλές από τις οποίες είναι έγχρωμες, είναι κατά το πλείστον επιτυχής και αντιπροσωπευτική των δημιουργών τους, ενώ παραλλήλως αυτές οι γελοιογραφίες συμβαδίζουν με τα πολιτικά πράγματα, τα οποία συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της τριακονταετίας 1974-2004.

Προσθέσεις

Στον παρόντα 2ο τόμο συμπεριλαμβάνονται με γελοιογραφίες τους και βιογραφικά σημειώματα και οι παρακάτω γελοιογράφοι, των οποίων είχε επισημάνει την παράλειψη από τον 1ο τόμο ο υπογράφων το παρόν: Γ. Ακοκαλίδης, Β. Αλεξάκης, Φ. Γεωργουλάκης, Π. Γκιόκας, Αν. Καναβάκης, Π. Κουτρουλάρης, Α. Κυριακούλης, Π. Μαραγκός, Ν. Μαρουλάκης, Φ. Μαστιχιάδης, Π. Μήλας (μόνο που η προσωπογραφία η οποία συνοδεύει το βιογραφικό του είναι του Σα?τη), Διογ. Οικονόμου, Β. Σα?της, και μερικοί άλλοι ακόμη.
Απλώς επισημαίνεται για τον μέλλοντα συνεχιστή της Ιστορίας της ελληνικής γελοιογραφίας, ότι θα πρέπει να ερευνήσει σχετικώς και να συμπεριλάβει στην ιστορία του τους απελθόντας από τον μάταιον τούτον κόσμο Δημήτρη Σταματάκη, Νίκο Σιδέρη και Θύμη Καπετζώνη. Ο τελευταίος έπεσε θύμα τροχαίου δυστυχήματος στην οδό Ασκληπιού, όταν βρισκόταν στην ακμή της δημιουργικής του καριέρας.
Ακόμη, έχω τη γνώμη, ότι δεν πρέπει να παραμένει εκτός των δέλτων της γελοιογραφικής ιστορίας, ένας σημαντικός γελοιογράφος όπως είναι ο Α. Θεοφιλόπουλος, και ακόμη, ο γελοιογράφος Γαλλιδάκης, ο οποίος έχει κάνει και το σκίτσο του ποντικού με τη μαργαρίτα στο λογότυπο του περιοδικού «Το Ποντίκι».
Συμπερασματικά η Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας, τόμος δεύτερος, είναι ένα ογκώδες σε διαστάσεις, σημαντικό βιβλίο, γραμμένο με ρέουσα γλαφυρότητα και αδρότητα ύφους, με ένα μεγάλο πλήθος από γελοιογραφίες, βασικό πλέον βοήθημα για τον μελλοντικό ερευνητή της ελληνικής γελοιογραφίας, ευχάριστο άμα τε και ευτράπελον ανάγνωσμα.