face book

face  book
face book

25.7.14

ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΠΡΑΝΙΔΗ Ιστορία της ελληνικής γελοιογραφίας
Δημήτρης Πετσετίδης
Το 2001, όταν είχε κυκλοφορήσει ο 1ος τόμος της Ιστορίας της Ελληνικής Γελοιογραφίας του Δημήτρη Σαπρανίδη, είχα γράψει ένα άρθρο στην «Εποχή» με το οποίο επέκρινα τον συγγραφέα για τις επιλογές και τις παραλείψεις του, τονίζοντας ότι άλλο είναι να δημοσιεύεις ένα ανθολόγιο γελοιογραφιών και τελείως άλλο πράγμα να γράφεις Ιστορία. Δεν παραλείπω να ομολογήσω ότι η πρωτεύουσα αφορμή για την δημοσίευση του ανωτέρω άρθρου ήταν η επί ματαίω αναζήτηση και του δικού μου ονόματος σε εκείνον τον 1ο τόμο. Εν συνεχεία όμως, είχα επισημάνει αρκετές άλλες παραλείψεις και χρονολογικές ανακολουθίες.
Θα περίμενε κανείς ότι η αντίδραση του συγγραφέα θα ακολουθούσε την πεπατημένη κατά τα σύγχρονα ελληνικά, καλύτερα θα έλεγα αθηναϊκά, ήθη και θα ανταπαντούσε με τη σιωπή του και ενδεχομένως με την δια πλαγίων οδών υπονόμευση και υποβάθμιση της δικής μου συμμετοχής στα γελοιογραφικά δρώμενα.
Όμως ο Δ. Σαπρανίδης απεδείχθει ανώτερος τοιούτων μικρόψυχων παθών και αφού μου τηλεφώνησε, πράγμα που σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει από τους παροικούντας την Ιερουσαλήμ, μου εζήτησε πληροφορίες για τους γελοιογράφους εκείνους, οι οποίοι ανέφερα ότι είχαν παραλειφθεί. Και όπως φαίνεται από τον 2ο τόμο της Ιστορίας του για την ελληνική γελοιογραφία, που κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις «Ποταμός», έχει αφιερώσει εκτεταμένες αναφορές και παρουσιάσεις της δουλειάς τους.
Στον 2ο αυτόν τόμο ο Σαπρανίδης με γλαφυρή και οξεία στις παρατηρήσεις της γλώσσα, ακολουθεί εν παραλλήλω την πολιτική ιστορία της χώρας μαζί με την πολιτική γελοιογραφία από την μεταπολίτευση και μετά. Το βιβλίο έχει 477 σελίδες μεγάλου σχήματος και περιλαμβάνει και αλφαβητικό ευρετήριο. Είναι χωρισμένο σε 12 κεφάλαια με έναν πρόλογο και έναν επίλογο του συγγραφέα.
Με ανθηρό ύφος στα ιστορικά του σχόλια, αρχίζει με γελοιογραφίες που δημοσιεύθηκαν ανωνύμως την εποχή της Χούντας και συνεχίζει από το 1974 μέχρι το 2004. Στο παράπλευρο κείμενο, χωρίς να αποκρύπτει τις δημοκρατικές του προτιμήσεις, ο συγγραφέας εξιστορεί τα διάφορα στάδια από τα οποία διήλθε η γελοιογραφία εν Ελλάδι μετά την επάνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μέχρι την άνοδο στην εξουσία του νέου Καραμανλή.
Όπως δεν μπορεί να υπάρξει «αντικειμενική» γελοιογραφία, έτσι δεν είναι δυνατόν να γραφεί αντιστοίχως «αντικειμενικά» και η ιστορία της. Αλίμονο αν μπορούσε να γραφεί ιστορία της γελοιογραφίας, η οποία γελοιογραφία αντιμάχεται κάθε είδος αυταρχισμού και καταπίεσης, κάθε μορφή επηρμένης εξουσίας, κάθε εκδήλωση μικροαστικού επαρχιωτισμού και πολιτικής αναλγησίας, και να μην γέρνει η ζυγαριά προς το μέρος του καταπιεσμένου και αδικούμενου πολίτη αυτού του πλανήτη. Έτσι, δεν είναι καθόλου αδόκιμη και η επιλογή στο κεφάλαιο 8ο του άρθρου: «Η νέα τάξη των γελοιογραφικών πραγμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες», που καταλαμβάνει επτά σελίδες με γελοιογραφίες και βιογραφικά σημειώματα αμερικάνων γελοιογράφων.
Μήπως εξάλλου, έπαψε ποτέ να ισχύει για τη χώρα μας η ρήση του αρχιπραξικοπηματία Παπαδόπουλου, που την ήθελε ως την 51η πολιτεία της σημερινής κοσμοκράτειρας;

Γυναίκες

Πολλές σελίδες του βιβλίου είναι αφιερωμένες στις Ελληνίδες γελοιογράφους, οι οποίες έλειπαν παντελώς από τον 1ο τόμο. Υπάρχουν γελοιογραφίες της Ιωάννας Καρυστιάνη, η οποία ακολουθεί με επιτυχία τους γελοιογραφικούς δρόμους που χάραξε ο Soul Steinberg, της Κατερίνας Σχοινά, η οποία, όπως γράφει ο Δ. Σαπρανίδης, υπήρξε η πρώτη επαγγελματίας Ελληνίδα γελοιογράφος, και η οποία έκανε γελοιογραφίες με βασικό στοιχείο τους το υψηλής ποιότητας χιούμορ. Ακόμη γελοιογραφίες της Μαρίας Τζαμπούρα και άλλων.
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο σατυρικό τύπο με εκτενή αναφορά στο «Ποντίκι» του Κ. Παπαϊωάννου, από το οποίο ξεκίνησαν τη γελοιογραφική τους καριέρα ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος, ο Π. Μαραγκός, ο Χ. Τολιάδης.
Εκείνο το πράγμα για το οποίο αξίζει να επισημανθεί η συμβολή του Σαπρανίδη στην Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας είναι η έλλειψη της σχετικής βιβλιογραφίας, αν εξαιρέσει κανείς δυο μικρά αφιερώματα της εφημερίδας «Η Καθημερινή»: Το πρώτο με τίτλο «Οι Έλληνες Γελοιογράφοι», Αθήνα 1995 και το δεύτερο με τίτλο: «Ελληνική Γελοιογραφία – δύο αιώνες σάτιρας», Αθήνα 2001. Και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και κόπος πολύς όταν κανείς αρχίζει πρώτος να ερευνά και να αντιμετωπίζει τον τεράστιο όγκο δημοσιευμένων γελοιογραφιών σε εφημερίδες και περιοδικά σε μια χρονική περίοδο εκατό και πλέον χρόνων.
Η επιλογή των γελοιογραφιών, πολλές από τις οποίες είναι έγχρωμες, είναι κατά το πλείστον επιτυχής και αντιπροσωπευτική των δημιουργών τους, ενώ παραλλήλως αυτές οι γελοιογραφίες συμβαδίζουν με τα πολιτικά πράγματα, τα οποία συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της τριακονταετίας 1974-2004.

Προσθέσεις

Στον παρόντα 2ο τόμο συμπεριλαμβάνονται με γελοιογραφίες τους και βιογραφικά σημειώματα και οι παρακάτω γελοιογράφοι, των οποίων είχε επισημάνει την παράλειψη από τον 1ο τόμο ο υπογράφων το παρόν: Γ. Ακοκαλίδης, Β. Αλεξάκης, Φ. Γεωργουλάκης, Π. Γκιόκας, Αν. Καναβάκης, Π. Κουτρουλάρης, Α. Κυριακούλης, Π. Μαραγκός, Ν. Μαρουλάκης, Φ. Μαστιχιάδης, Π. Μήλας (μόνο που η προσωπογραφία η οποία συνοδεύει το βιογραφικό του είναι του Σα?τη), Διογ. Οικονόμου, Β. Σα?της, και μερικοί άλλοι ακόμη.
Απλώς επισημαίνεται για τον μέλλοντα συνεχιστή της Ιστορίας της ελληνικής γελοιογραφίας, ότι θα πρέπει να ερευνήσει σχετικώς και να συμπεριλάβει στην ιστορία του τους απελθόντας από τον μάταιον τούτον κόσμο Δημήτρη Σταματάκη, Νίκο Σιδέρη και Θύμη Καπετζώνη. Ο τελευταίος έπεσε θύμα τροχαίου δυστυχήματος στην οδό Ασκληπιού, όταν βρισκόταν στην ακμή της δημιουργικής του καριέρας.
Ακόμη, έχω τη γνώμη, ότι δεν πρέπει να παραμένει εκτός των δέλτων της γελοιογραφικής ιστορίας, ένας σημαντικός γελοιογράφος όπως είναι ο Α. Θεοφιλόπουλος, και ακόμη, ο γελοιογράφος Γαλλιδάκης, ο οποίος έχει κάνει και το σκίτσο του ποντικού με τη μαργαρίτα στο λογότυπο του περιοδικού «Το Ποντίκι».
Συμπερασματικά η Ιστορία της Ελληνικής Γελοιογραφίας, τόμος δεύτερος, είναι ένα ογκώδες σε διαστάσεις, σημαντικό βιβλίο, γραμμένο με ρέουσα γλαφυρότητα και αδρότητα ύφους, με ένα μεγάλο πλήθος από γελοιογραφίες, βασικό πλέον βοήθημα για τον μελλοντικό ερευνητή της ελληνικής γελοιογραφίας, ευχάριστο άμα τε και ευτράπελον ανάγνωσμα.